-
1 επικοσμεω
1) разукрашивать(τὰ τείχεά τε καὴ τὰ ἱρά Her.; ἐγκώμια μέλεσι καὴ ᾠδαῖς Plut.)
2) ( о покойных) увековечивать, чтить3) возвеличивать, прославлять(θεάν Arph.)
1 επικοσμεω
(τὰ τείχεά τε καὴ τὰ ἱρά Her.; ἐγκώμια μέλεσι καὴ ᾠδαῖς Plut.)
(θεάν Arph.)